- πύρωμα
- πύρωμα [ῠ], ατος, τό,A inflammation, Ptol.Tetr.152, Cat.Cod.Astr. 8(1).182.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πύρωμα — inflammation neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύρωμα — το, ΝΑ [πυρῶ, ώνω] 1. ζέσταμα, πύρωση 2. πυράκτωση αρχ. φλεγμονή … Dictionary of Greek
πύρωμα — το, ατος 1. πυράκτωση. 2. ζέσταμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πυρώματα — πύρωμα inflammation neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρώματος — πύρωμα inflammation neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπύρωση — η (Α διαπύρωσις, εως) [διαπυρώ] 1. πύρωμα, πυράκτωση 2. κατάκαυση … Dictionary of Greek